- παρατυπωσις
- παρατύπωσιςπαρα-τύπωσις-εως (ῠ) ἥ неточное отображение, искаженное изображение Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρατύπωσις — ώσεως, ἡ, Α [παρατυπώ] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατυπώ, ψεύτικη αποτύπωση, κίβδηλο, παραποιημένο αντίτυπο ενός πρωτοτύπου … Dictionary of Greek
παρατυπώσεις — παρατύπωσις illusory representation fem nom/voc pl (attic epic) παρατύπωσις illusory representation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)